16.2.05

We'll always have Paris - μέρα 5η: So long, Popalong

Σάββατο. Όλα Οκ. Όλα υπό έλεγχο. Έχω ακόμα μια ολόκληρη μέρα μπροστά μου. Αν μειώσω τους νεκρούς χρόνους μπορώ να την κάνω να διαρκέσει σχεδόν για πάντα. Σχεδόν. Το ζητούμενο είναι να μην έρθει η Κυριακή. Δεν θυμάμαι ποια είναι τα σημεία που προαναγγέλουν τη Δευτέρα παρουσία αλλά θα γούσταρα να με πετύχαινε στο Παρίσι. Μετά, σαν ενέργεια πλέον, θα συναντούσα φίλους που είχα καιρό να δω και όταν θα συζητούσαμε που ήμασταν όταν ο Θεός αποφάσισε να αφήσει την πασιέντσα του και να ασχοληθεί με τη Γη, εγώ θα πέταγα ένα «Στο Παρίσι, έδενα τα κορδόνια μου κοντά στο Σηκουάνα» και θα έμεναν άφωνοι. Άλλο να σε βρει ο Θεός στην πόλη του φωτός και άλλο στην Κόρινθο. Τέλοσπάντων, δεν έχω πολλές ελπίδες οπότε μάλλον θα σηκωθώ. Τι ώρα είναι; Εφτάμιση. Δεν το πιστεύω. Είμαι σε υποτιθέμενες διακοπές και ξυπνάω κατά μέσο όρο δύο ώρες νωρίτερα από ότι στην καθημερινή μου ρουτίνα. Σηκώνομαι με βαριά καρδιά. Αυτή τη φορά βγάζω τις πυζάμες και τις μετατρέπω σε μπάλα την οποία εκσφενδονίζω προς κάποιο υποθετικό καλάθι για τους τρεις πόντους που θα χαρίσει στην υποθετική ομάδα μου τη νίκη και σε μένα τις αγκαλιές ακόμα πιο υποθετικών τσιρλίντερ.

Δεν παρατηρώ ποιος είναι στην ρεσεψιόν, αφού από μακριά δεν μοιάζει στην Marion Cotillard, δε με ενδιαφέρει. Συνεχίζει να έχει κρύο έξω και το παζάρι, σαββατιάτικα είναι ακόμα πιο πολυσύχναστο. Αναγκάζομαι να κάνω ένα κουραστικό σλάλομ ανάμεσα στις νοικοκυρές που έχουν γεμίσει τη στενή Rue De Levis και με την πρώτη ευκαιρία εγκαταλείπω την πίστα και μπαίνω στα πιτς, με σπόνσορα το Brioche Doree. Θέλω κάτι άλλο, όχι pain au chocolat. Διαλέγω ένα κρουασάν με βερύκοκο και, με τον χυμό πορτοκάλι-σταθερή αξία κάθομαι στο τραπέζι και σκέφτομαι ότι είναι η τελευταία μου μέρα στο φιλικό περιβάλλον αυτού του φούρνου. Η ελληνική μου φύση πασχίζει να πιάσει γραμμή και να μου προτείνει να χαράξω κάτι με τα κλειδιά μου στο ξύλινο τραπέζι αλλά δεν τα καταφέρνει. Τρώω το κρουασάν με μικρές μπουκιές λες και από αυτό εξαρτάται το πόσο γρήγορα θα περάσει η σημερινή μέρα αλλά όσο και να αργήσω σε 7 λεπτά αντικρίζω στο δίσκο μου μόνο ψίχουλα, χαρτοπετσέτες και ένα άδειο ποτήρι. Νεκρή φύση με πρωινό.

Είναι μόλις οκτώ και δέκα και υποθέτω ότι μέχρι να φτάσω στο κέντρο τα μαγαζιά θα έχουν ανοίξει. Σήμερα πρέπει να πάρω μερικά σουβενίρ και να ταχυδρομήσω τις κάρτες. Που θα πάω για όλα αυτά; Δεν έχω ιδέα.. Είμαι στάσιμος στις σκάλες του μετρό και για πρώτη φορά μπορώ να καταλάβω πως νιώθει μια μπάλα του ποδοσφαίρου στη σέντρα του γηπέδου, όταν ο μόνος τρόπος να κινηθεί είναι να την κλωτσήσει κάποιος. Αν και δε με κλωτσάει κανείς (οπότε κάποιος παριζιάνος θα συνεχίσει να ανεβαίνει τις σκάλες χωρίς να χρησιμοποιεί ράμπες), τελικά κατευθύνομαι προς τη γραμμή 2, κατεύθυνση για Μονμάρτρη. Το μετρό είναι γεμάτο κόσμο και όπως ακριβώς την πρώτη μέρα νιώθω ην ανάγκη να προστατεύσω το πορτοφόλι μου μιας που έχω μαζί μου αρκετά χρήματα για να βγάλω και το αυριανό εισιτήριο. Μία, δύο, τρεις στάσεις, αποφασίζω να μην κατέβω Μονμάρτρη αλλά να επιστρέψω προς τα μέρη του Pompidou-από εκεί το Quartier Latin δεν είναι μακριά, σε περίπτωση που ξαναθελήσω να περάσω. Κατεβαίνω στην στάση Barbes Rochechouart και παίρνω την γραμμή 4 προς Porte d Orleans. Δεν ξέρω τι με πιάνει αλλά κατεβαίνω, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο, στην Gare de L Est. Ίσως υποσυνείδητα θέλω να παω να βγάλω πρώτα το εισιτήριο ώστε να μου φύγει ένα βάρος αλλά όταν βγαίνω από το μετρό, μένω άφωνος: Έξω δεν υπάρχει ψυχή.

Η ώρα είναι εννιά παρά και για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω που ακριβώς είμαι αλλά εκτός και αν βρίσκομαι στη Fallujah δεν δικαιολογείται τόση ερημιά. Η περιοχή είναι γεμάτη μαγαζιά με προϊόντα ομορφιάς για μαύρους, σπρέι, λοσιόν για να κάνει τα μαλλιά πιο κατσαρά, ποιος ξέρει.. Μια ταμπέλα γράφει Centre George Pompidou και δείχνει προς μια αόριστη κατεύθυνση. Αποφασίζω να την ακολουθήσω. Που και που ακούω τον θόρυβο από τα ρολά κάποιου μαγαζιού που ανοίγει αλλά είμαι αποκαρδιωμένος: Φοβάμαι ότι έπεσα σε κάποια εθνική αργία που δεν είχα υπολογίσει. Τα μόνα μαγαζιά που βλέπω σίγουρα ανοιχτά είναι τα καφέ-τα μόνα δηλαδή που θα λειτουργούσαν σε περίπτωση αργίας. Συνεχίζω να προχωράω ελπίζοντας να δω κάπου στο βάθος τους σωλήνες του Pompidou-εκτός και αν η πινακίδα πίσω μου έχει βάλει τα γέλια και τώρα γράφει «Αστυνομικό τμήμα στα 100 μέτρα». Σωλήνες δε βλέπω αλλά περνάω έναν δρόμο που φαίνεται γνωστός: Rue St Dennis. Μάλιστα. Ο δρόμος με τα sex shop. Τουλάχιστον ξέρω που βρίσκομαι.

Αρχίζω να κατηφορίζω προς τον Σηκουάνα και παρατηρώ ότι οι έγχρωμες κυρίες που έχουν βγει, τόσο νωρίς, να πάρουν αέρα είναι πολύ ελαφριά ντυμένες. Δεν είμαι εγώ αυτός που θα τις νουθετήσει. Είναι πολύ φιλικές κυρίες. Μια από αυτές, με υπερμεγέθη χείλη και πλούσιο στήθος (το λέω γιατί προφανώς στην κουλτούρα της κυρίας το να δείξεις στο στήθος σου σε έναν άγνωστο είναι ο συνήθης χαιρετισμός) με ρωτάει αν χάθηκα και όταν της απαντάω «όχι» μου ζητάει 50 ευρώ. Τι αγένεια. Να ζητάει χρήματα για το ενδιαφέρον που έδειξε; Καθώς απομακρύνομαι, μάλλον συνειδητοποιεί το λάθος της γιατί αρχίζει να ρίχνει τις απαιτήσεις της - αλλά κάπου στα 30 ευρώ έχω απομακρυνθεί αρκετά για να μπορώ να την ακούσω. Ο δρόμος είναι γεμάτος από τέτοιες κυρίες που κάτι θέλουν να μου πουλήσουν (μα ποιος τους είπε ότι έχω τόσα λεφτά;) αλλά εγώ προτιμώ να αγοράσω τα σουβενίρ μου από μαγαζί και όχι στη μαύρη αγορά (στη μαύρη; χμμμ). Καθώς φτάνω στο τέλος της Rue St Dennis και στρίβοντας αριστερά βγαίνω στην Boulevard De Sebastopol θυμάμαι ότι η Νάνσυ (πως τυγχάνει και οι γυναίκες ξέρουν τα πάντα για τις κακόφημες περιοχές) μου είχε πει ότι στην περιοχή αυτή αφθονούν οι κυρίες που προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες επί πληρωμή. Θα μπορούσαν να ήταν αυτές; Σκέφτομαι για ένα λεπτό και μετά τα βάζω με τον ρατσιστή εαυτό μου που σκέφτηκε έστω και για ένα λεπτό ότι οι έγχρωμες κυρίες που ζητούσαν 50 ευρώ προβάλλοντας το στήθος τους μπορεί να ήταν πόρνες. Στερεότυπα, που για το καλό όλων μας πρέπει να πεθάνουν.

Φτάνω κοντά στο Pompidou και βλέπω πινακίδες που προαναγγέλουν Tαχυδρομείο. Τις ακολουθώ πιστά αλλά συνεχίζω να μην μπορώ να το βρω. Τελικά, ένας ευγενικός οδοκαθαριστής μου υποδεικνύει τη σωστή κατεύθυνση. Τον ευχαριστώ και σκέφτομαι μήπως πρέπει να πετάξω κάποιο χαρτί στο δρόμο για να του εκφράσω και άλλο την ευγνωμοσύνη μου. Δεν το κάνω. Πριν πάω στο ταχυδρομείο αποφασίζω να οργανωθώ. Κάθομαι σε ένα κοντινό καφέ, παραγγέλνω μια σοκολάτα και κάνω μια λίστα με αυτούς στους οποίους θα στείλω κάρτα και μια με τους υπόλοιπους, στους οποίους θα πω ότι έστειλα και μόλις μου πουν ότι δεν έλαβαν τίποτα θα τα βάλω με τα Γαλλικά ταχυδρομεία, προσθέτοντας για το εφέ «Και μετά σου λένε Ευρώπη. Πφ... Κωλογάλλοι». Στις περισσότερες περιπτώσεις, δουλεύει μια χαρά. Τελικά έχω να στείλω μια εικοσάδα καρτ ποστάλ. Η δεύτερη λίστα είναι σημαντικά μεγαλύτερη. Η υπάλληλος του ταχυδρομείου είναι έγχρωμη και με ράστα. Θα μπορούσε να είναι η Wendy. Της ζητάω γραμματόσημα για προορισμούς που καλύπτουν κάθε άκρο του πλανήτη. I m a citizen of the world.

Ευτυχώς, η κίνηση έχει αυξηθεί. Επιστρέφω προς Pompidou για να έχω ένα σημείο αναφοράς και παίρνοντας ένα στενό δρομάκι βαδίζω προς Σηκουάνα. Την προσοχή μου τραβάει ένα παραμυθένιο ζαχαροπλαστείο. Τα πολύχρωμα γλειφιτζούρια του με υπνωτίζουν λες και είμαι ο Oh Daesu. Η εξυπηρετικότατη πωλήτρια το καταλαβαίνει και έρχεται να με βοηθήσει. Έχει ένα τόσο πλατύ χαμόγελο που μπορώ να διακρίνω ίχνη ουλίτιδας. Με τα κελαρυστά Γαλλικά της μου εξηγεί τιμές και γραμμάρια, συσκευασίες και υλικά. Κάπου στα μισά, το μυαλό μου ζητάει να σηκωθεί για να πάει τουαλέτα και αφήνει τον αυτόματο πιλότο ώστε μετά το τέλος κάθε πρότασης της γαλλιδούλας να λέω Oui.Παίρνω μια σακούλα και τη γεμίζω γλυφιτζούρια. Επεξεργάζομαι τα μπισκότα, τα κουτιά τους, τις καραμέλες. Για ένα δευτερόλεπτα ξαναείμαι ο εαυτός μου και βαδίζω γρήγορα προς το ταμείο. Η πωλήτρια χαμογελάει και με ρωτάει αν θέλω να δω και τις σοκολάτες, δείχνοντας μου ένα ακόμα μακρόστενο δωματιάκι. Ξανακύλησα. Μπαίνω στο δωματιάκι και περνάω ένα δεκάλεπτο προσπαθώντας να μαντέψω τι μπορεί να σημαίνουν μερικά από τα υλικά που διαβάζω. Δεν μπορώ και δεν μπορεί ούτε και η πωλήτρια να μου εξηγήσει. Δε με ενδιαφέρει. Αγοράζω μια συσκευασία με 9 τετράγωνα κομμάτια σοκολάτας, το καθένα διαφορετικό από τα άλλα. Επιστρέφω στο ταμείο ελπίζοντας αυτή τη φορά η κοπέλα να μου δείξει οίκτο. Αν συνεχίσει να μου μιλάει με τα καταπληκτικά γαλλικά της είμαι ικανός να αγοράσω μέχρι και καραμελωμένους ιππόκαμπους. Βάζω το πακέτο στην τσάντα μου, παίρνω δύο κάρτες από το μαγαζί και ξαναβγαίνω στο δρόμο.

Φτάνοντας κοντά στο Ile De La Cite αρχίζω να παρατηρώ τα πρώτα μαγαζιά με σουβενίρ-και να συγκρίνω τιμές. Μπαίνω στο φθηνότερο, το οποίο το έχει ένας πολύ φιλικός μαύρος. Τελικά δεν τη γλίτωσα, από τη μαύρη θα ψωνίσω. Αγοράζω μερικά σφηνοπότηρα, κανα δυο μπερέδες και μερικές κάρτες. Αφήνω και κάτι για μετά, ώστε να έχω λόγο να μπω και σε άλλα μαγαζιά. Τελικά έχω δεν έχω πάλι στο Quartier Latin θα τριγυρίσω. Δεν είναι άσχημα, ο καιρός είναι καλός, τα πόδια μου δε με πονάνε και προς το παρόν δεν έχω λόγο να κάνω στάση σε κάποιο καφέ. Κάθομαι σχεδόν για ένα εικοσάλεπτο στο Pont au double, παρατηρώντας την κίνηση: Όλοι φαίνονται να επωφελούνται από την ωραία μέρα και τελικά καταλήγω να κάνω τον φωτογράφο για ένα γκρουπ από χαμογελαστούς Ρώσους. Μου λένε ένα ειλικρινές Thank you, τους απαντώ Perestrojika και μπλέκομαι πάλι στα στενά δρομάκια του Latin. Μπαίνω σε βιβλιοπωλεία, σε μαγαζιά με φωτογραφίες, σε μαγαζιά με σουβενίρ, προσπαθώ να συνεννοηθώ και σε γενικές γραμμές, αυτή την τελευταία (προτελευταία στα χαρτιά) μέρα επιχειρώ να γίνω όσο πιο τουρίστας γίνεται.

Όταν η ώρα πλησιάζει αδυσώπητα μια σκέφτομαι δύο πράγματα. Πρώτον τι καλά που θα ήταν να ξυπνούσα κάθε μέρα στο Παρίσι (σαν Bill Murray στο Groundhog Day, μόνο που θα φρόντιζα να μην βάλω μυαλό ) και δεύτερον ότι πρέπει να κάνω ένα πλάνο για το που θα φάω. Θα μπορούσα να ξαναπάω στο φτερωτό μυρμήγκι και να επιχειρήσω να κλέψω την τσαγιέρα. Ξαφνικά θυμάμαι ότι η Βίκυ μου είχε προτείνει μια Brasserie κοντά στο Pompidou. Γιατί όχι;

Ο καιρός έχει ψιλοχαλάσει. Καλά θα κάνω να βιαστώ. Το βάδισμα-ρέμβασμα αρχίζει να γίνεται αποφασιστικό τρέξιμο καθώς νιώθω ψιχάλες πριν ακόμα περάσω το Ile De la Cite. Πλέον ξέρω το δρόμο οπότε δεν χρειάζεται να συμβουλευτώ χάρτη. Μια ευθεία είναι. Περνάω μπροστά από το Δημαρχείο και σταματάω στο κόκκινο φανάρι. Πέντε μέρες στο Παρίσι και ειλικρινά δεν θυμάμαι να άκουσα κορνάρισμα από οδηγό. Ναι, ξέρω γι αυτό άλλωστε είναι και φλώροι οι Γάλλοι, μόνο οι έλληνες έχουν γονίδια από David Hasselhoff και σώζονται. Σκέφτομαι να πετάξω στη μέση του δρόμου τον χαμογελαστό γιαπωνέζο που περιμένει δίπλα μου για να δω αν κάποιος επιτέλους θα κορνάρει αλλά ανάβει πράσινο. Βρίσκομαι και πάλι στην πίσω πλευρά του Pompidou και καθώς στρίβω αριστερά, φτάνοντας σε μια μικρή πλατεία με ένα σιντριβάνι που θα μπορούσε να έχει σχεδιάσει ο Tim Burton βλέπω ένα μαγαζί με τις πιο όμορφες καρτ ποστάλ που έχω δει μέχρι στιγμής (ζητώ συγνώμη σε όσους έλαβαν τον στάνταρ πύργο του Άιφελ). Παρότι πεινάω, σπαταλάω τουλάχιστον μισή ώρα μελετώντας τις κάρτες. Διάσημες προσωπικότητες με φόντο το Παρίσι, ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την κορυφή της Notre Dame,αναπαραστάσεις από αφίσες του Moulin Rouge.. Tελικά αγοράζω δύο κάρτες που απεικονίζουν τον ίδο θεσπέσιο γυναικείο κώλο (με δαντελωτό εσώρουχο όμως. Τέχνη, όχι πορνό). Στο δρόμο προς το Bistrot de Beaubourg αποφασίζω να πάρω ένα τηλέφωνο τη Βίκυ για να δω αν θα βρεθούμε. Μάλλον όχι, αλλά τελικά κανονίζουμε να τα πούμε αύριο, στις εντεκάμιση, στη στάση του μετρό κοντά στο ξενοδοχείο μου. Πλέον μπορώ άνετα να πάω για φαί.

Σήμερα θέλω κάτι σίγουρο: Ζουμερό μοσχαρίσιο φιλέτο, με πατάτες, σαλάτα ντομάτα και μια μπύρα. Επίσης θέλω να ρίξω και πάλι μια ματιά στον κώλο με το εσώρουχο αλλά δεν μπορώ να βρω πουθενά την τσάντα-που περιέχει και τα υπόλοιπα σουβενίρ. Βγαίνω τρέχοντας από το εστιατόριο, προς τον τηλεφωνικό θάλαμο και η τσάντα ευτυχώς είναι εκεί και με περιμένει. Δεν με νοιάζει για τους μπερέδες και τα σφηνοπότηρα-αν τελείωναν όμως οι φωτογραφίες του κώλου; Άρχισε και πάλι να βρέχει.

Μπλέκομαι με το πλήθος στους δρόμους κοντά στο εμπορικό κέντρο-η Βίκυ μου είπε ότι μέσα θα βρω γραφείο για να βγάλω εισιτήριο. Καταφέρνω να φάω γύρω στο δίωρο κοιτώντας τις βιτρίνες από τα μαγαζιά και άλλη μια ώρα στο Fnac. Θυμάμαι ότι ο Κωστόπουλος έκλεβε βιβλία από το Fnac, προκειμένου να χορτάσει την λογοτεχνική του πείνα. Δακρύζω. Μπορεί να με έφαγε το περπάτημα αλλά έφτασα σε αυτό το φορτισμένο από ιστορικές μνήμες μέρος. Είναι το προσωπικό μου Camino De Santiago. Πάντως το Oldboy σε DVD δεν το είχαν.

Το γραφείο των SNCF έχει τρεις υπαλλήλους και τουλάχιστον 20 άτομα ουρά. Έχει έρθει η σειρά μου όταν ο υπάλληλος που μου αντιστοιχεί αποφασίζει να κάνει παύση και μου κολλάει στα μούτρα την ταμπέλα «κλειστό». Αρχίζω να εκνευρίζομαι, μιας που το πνεύμα των διακοπών είναι στα τελευταία του. Δύο Αγγλίδες μονοπωλούν το διπλανό γκισέ τουλάχιστον για είκοσι λεπτά, μιας που προσπαθούν να βρουν το απόλυτα φθηνότερο εισιτήριο για κάποιον προορισμό που δεν κατάφερα να ακούσω. Όσο και να γελάνε λέγοντας «χιχιχιχι, σας ταλαιπωρούμε τώρα» δεν το βρίσκω διασκεδαστικό. Ίσως φταίει ότι και οι δύο έχουν σεξ απίλ ομαδικού τάφου. Τελικά ελευθερώνεται το διπλανό ταμείο και μιας που δεν εμπιστεύομαι τα γαλλικά μου για τέτοιες συνεννοήσεις μιλάω στα Αγγλικά. 5 λεπτά (και 90 ευρώ) πιο μετά έχω ξεμπερδέψει. Αρχίζω μια μακριά πορεία που με φέρνει στα Champs Elysees. Χαζεύω τα φωτάκια και αφήνω τη βροχή να με χτυπάει-άλλωστε απεχθάνομαι τις ομπρέλες. Αποφασίζω να επιστρέψω στο ξενοδοχείο, να κάνω ένα μπάνιο και να ετοιμάσω τα πράγματα. Παρά το ότι αρχίζω να κουτσαίνω εμφανώς, επιλέγω τον ποδαρόδρομο. Επειδή μ αρέσει να ξεχωρίζω, παίρνω και μια μπαγκέτα με κοτόπουλο και ανηφορίζω την Champs Elysees. Κουτσός, σκυφτός και με μια μπαγκέτα στο χέρι, μοιάζω με τον Κουασιμόδο που πετάχτηκε για ένα σνακ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: